τρινίλ

τρινίλ
το, Ν
φρ. «πανιδική ζώνη τρινίλ»
γεωλ. ακολουθία αποθέσεων τού μέσου πλειστοκαίνου, η οποία χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένες ζωικές μορφές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ιάβα — (διεθν. Java Jawa). Νησί (127.569 τ. χλμ., 121.352.608 κάτ. το 2000) της Ινδονησίας, στο νότιο τμήμα του ινδονησιακού τόξου. Βρέχεται στα Β από τη θάλασσα της Ι. και στα Ν από τον Ινδικό ωκεανό, ενώ εκτείνεται σε μήκος που υπερβαίνει τα 1.000 χλμ …   Dictionary of Greek

  • πιθηκάνθρωποι — Όνομα που έχει δοθεί σε μια σειρά απολιθωμάτων δίποδων όντων, αλλά με μορφή ήδη καθαρά ανθρωποειδή, τα οποία έζησαν για ένα υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα στη νότια και νησιωτική Ασία, κατά τη διάρκεια του κατώτερου πλειστόκαινου. Η ανακάλυψη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”